açular - ορισμός. Τι είναι το açular
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι açular - ορισμός


açular      
(a1+ár saula+ar2) vtd
1 Incitar (cães) para que mordam.
2 Despertar, provocar (p ex, o apetite).
3 Enfurecer, exacerbar, excitar, irritar: ''Esta péssima estréia do colosso proveio, principalmente, do açodamento com que o açulavam'' (E. da Cunha).
Açular      
v. t.
Incitar (cães) a morder.
Provocar.
(Do ár. çaula)
açular      
v. (-1553 Susque I fº 13)
1 t.d.bit. incitar (cão) para que morda, ataque ou se porte agressivamente (contra); estumar
açulou os cães (contra o visitante indesejado)
2 t.d.bit. p.ext. provocar em (alguém) irritação, agastamento (contra); enfurecer, exasperar
ruídos muito agudos o açulam a. a torcida contra o time adversário
3 t.d.bit. e pron. p.ext. provocar, intensificar a energia, a vontade de (alguém ou si mesmo) [para a realização de algo]; estimular(-se), excitar(-se)
a recompensa açulou-o (a perseverar) a multidão açulou-se e quis linchar o ladrão
4 t.d.bit. p.ext. provocar ou intensificar (sentimento, emoção etc.) [em alguém]
a. a cobiça dos jogadores tais palavras açularam (no mestre) uma ira desconhecida
-etim orig.duv.; segundo JM, prov. de orig. onom.; ver acirrar ; f.hist. 1553 asular , 1562 açular -sin/var ver sinonímia de estimular -ant desassanhar; ver tb. antonímia de estimular -hom açulo(1ªp.s.)/ açulo (s.m.) -par assolar(vários tempos do v.)